- παρωνυχίς
- παρ-ωνυχίς, ἡ, u. παρ-ωνυχία, ἡ, (1) Nebennagel, gewöhnlich Nietnagel, reduvia; (2) eine Pflanze
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παρωνυχίδα — παρωνυχίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρωνυχίδας — παρωνυχίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
παρωνυχίδα — και παρανυχίδα, η / παρωνυχίς, ίδος, ΝΜΑ 1. μικρή ακίδα στην άκρη του νυχιού ή γύρω από το νύχι 2. ασήμαντο γεγονός, ασήμαντη, αμελητέα πλευρά ενός θέματος νεοελλ. το φυτό παρωνυχία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ωνυχίς (< ὄνυξ, υχος). Το ω τού τ … Dictionary of Greek